Dictionary of Greek. 2013.
γνάπτορας — γνάπτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνάπτωρ — κνάπτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. γνάπτωρ … Dictionary of Greek